|
Αδιαφόρετος:
μακαρίτης, σημαίνει και τον ανωφελή.
|
|
Αδράχτι: το
μεταγενέστερο ατράκτιον, αρχ. άτρακτος:
όργανο για τη παραγωγή νήματος.
|
|
Άμορος: άφαντος.
|
|
Αποσώνω:
Έχει δύο σημασίες: αποτελειώνω και
κακολογώ, ολοκληρώνω τις κακολογίες
άλλων.
|
|
Αρτεσιανό
φρέαρ: τεχνητή
πηγή νερού που αναβλύζει με σωλήνες από
μεγάλο βάθος.
|
|
Άσπρα:
χρήματα.
|
|
Δικολάβος:
πρακτικός δικηγόρος, στρεψόδικος.
|
|
Θεληματάρικος:
απαιτητικός.
|
|
Καλδερίμι:
πλακόστρωτο δρομάκι.
|
|
Κόρδα:
κόρδωμα, καμάρι.
|
|
Κουρμαντέλα:
τραμπάλα, για γυναίκα με άσχημη
κορμοστασιά.
|
|
Λακριντί:
κουβέντα, ομιλία, κουτσομπολιό.
|
|
Οικονομικά:
εννοεί εικονικά, με εικονική μεταβίβαση.
Το έγγραφο το «οικονομικό» = εικονικό.
|
|
Πατεριασμένος:
ο κακός πατέρας.
|
|
Πρωϊμάδι:
το παιδί που συλλαμβάνεται πριν το γάμο.
|
|
Ρόκα:
η αρχαία ηλακάτη.
|
|
Ταρσανάς:
Νεώριο.
|
|
Τέμπλα (η):
κυριολεκτικά: Μακριά σανίδα για άπλωμα
ρούχων. Εδώ: η άχαρη γυναίκα.
|