|
Εικόνα 1η Σκιάθος-1906(
έτος συγγραφής διηγήματος)
Εικόνα 2η
Εικόνα 3η ΔΙΑΛΟΓΟΣ Α: Ο ήλιος βασίλεψε και πρέπει να πάμε
σπίτι Β: Ναι, και, γι’ αυτό να κόψουμε δρόμο απ’
αυτό το στενό καλδερίμι. Α: Να, βλέπεις ποιος κάθεται σε κείνο το
σκαλοπάτι, του σπιτιού του Γιάννη τ’ Αγιώτη; Β: Ποιου Γιάννη τ’ Αγιώτη; Εκείνου που
όταν ζούσε μεθούσε συνέχεια; Α: Ναι, σ’ αυτού. Κοίτα ποιος κάθεται η
Μορισώ το Γιαλινάκι. Είναι με δύο άλλες
γυναίκες και αλέθει πάλι η γλώσσα της.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μορισώ (προς
τις γειτόνισσες):Τα 'μάθατε γειτόνισσες, για το πρωιμάδι
της γυναίκας του Μπουλτογιάννη; Δεν έχουν
περάσει έξ-εφτά μήνες από το γάμο της και
γέννησε! Εικόνα 5η ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μορισώ (προς
τις γειτόνισσες):Τρεις οπ’ σ’ έχω, άντρα, και τρεις οπ’
μ’ έχεις έξη και τρεις του παιδιού, εννιά…Χα,
χα, χα Εικόνα 6η Περαστικός Β (στον Α):
Καλά, εκείνη ξέρει όλα τα νέα του χωριού! Δεν
έχει αφήσει κανένα λακριντί που να μην τ’
αποσώσει. Μορισώ: Δεν πιστεύω να μιλάτε για
μένα; Περαστικός Α: Όχι, όχι. Απλώς λέγαμε ότι
ξέρεις όλα τα μαντάτα του χωριού. Μορισώ: Και βέβαια. Άλλωστε, αν δεν
ασχολιόμουν μ’ αυτά τι θα γινόμουν σ’
αυτόν τον παλιόκοσμο; Περαστικός Β: Γιατί το λες αυτό; Πολλοί
λένε βέβαια ότι είσαι μια παραπονεμένη και
πολύπαθη γυναίκα, αλλά εμείς δεν
καταλαβαίνουμε γιατί. Μίλησέ μας για τη ζωή
σου. Μορισώ: Αχ παιδιά μου, η ζωή μου
είναι γεμάτη βάσανα. Ήμουνα νέα όταν πέθανε
ο άντρας μου ο αδιαφόρετος και μ’ άφησε
τρία παιδιά μα τα’ χασα κι αυτά.
Η
Μορισώ με το μεγάλο της γιο. Μορισώ: Που πας παιδί μου μεγάλε μου
γιε αγαπημένε; Μεγάλος γιος: Φεύγω μάνα, πάω στα μαύρα
πέλαγα, για να βρω δουλειά και να μπορέσω να
σου στείλω λίγα χρήματα. Μορισώ: Όχι, γιε μου, μη φύγεις,
γιατί μπορεί να χαθείς. Μπορεί να σε
φάει η πλανεύτρα θάλασσα και να μην σε
ξαναδούν τα μάτια μου. ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μεγάλος γιος: Γεια σου μάνα, φεύγω. Μορισώ: Στην ευχή μου παιδί μου. Μη
με ξεχάσεις.
Λεζάντα «Κι έγινε
άμορος και δεν ακούστηκε πλια» Εικόνα 9η ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μορισώ: Και συ θα φύγεις μικρέ μου
γιε; Μικρός γιος: Ναι, μάνα θα πάω στην
Αμέρικα, γιατί εδώ με τόση φτώχεια που
υπάρχει δε θα τα βγάλω πέρα. Μορισώ: Όχι, γιε μου μη φεύγεις.
Έχασα που έχασα ένα γιο στην ξενιτιά, δε θ’
αντέξω να χάσω και σένα. Μικρός γιος: Μην ανησυχείς μάνα. Δε θα με
χάσεις. Σου υπόσχομαι πως θα σου γράφω για
να ξέρεις ότι είμαι καλά.
Λεζάντα «Και δεν ερχόταν» Μορισώ: Κόρη μου, εσύ μου’ μεινες
στο κόσμο. Οι γιοί μου χάθηκαν στα ξένα.
Εντάξει συμφωνώ να παντρευτείς
αλλά έχω ένα κακό
προαίσθημα. Κόρη:
Τίποτα δεν είναι μάνα. Μόνο, έλα, δώσε μου
την ευχή σου να καλοπαντρευτώ και να κάνω
πολλά παιδιά. Μορισώ:
Εντάξει, κόρη μου, με την ευχή μου. Εικόνα
12η
Αγγελιοφόρος:
Μορισώ (λαχανιάζει). Τα’ μαθες; Η κόρη σου
πέθανε πάνω στη γέννα και το παιδί θα μείνει
με τον πατέρα του ώσπου ν’ αποκτήσει το
δικαίωμα ο πατεριασμένος του να
κληρονομήσει τα προικιά. Αχ, κόρη μου… σε πήρε ο Χάρος. Όχι,
όχι, δεν είναι δυνατόν. Αυτός είναι ο
μεγαλύτερος καημός που με βρήκε. Τι θα γίνω
η κακομοίρα. Αχ, πώς θα
μαλακώσω η ταλαίπωρη τον πόνο μου; Να
ξεκινήσω, λέω, με αγαθοεργίες. Γι’ αυτό πάω
αμέσως τα κόλλυβα που έφτιαξα στην εκκλησία. Παπά-
Αναστάσης:
Τέκνον μου, Μορισώ, μην τα βάζεις έτσι τα
κόλλυβα. Θα πέσουν και θα χαλάσουνε. Μορισώ:
Δε φτάνει που τα φτιάχνω παπά- Αναστάση,
έχετε και παράπονο; Παπά-Αναστάσης:
Μα και βέβαια έχουμε Μορισώ, γιατί έτσι δε θ’
αρέσουν στους ανθρώπους. Μορισώ:
Εγώ φταίω, τώρα. Γι’ αυτό καλύτερα να φύγω
και να μην ξαναφέρω προσφορές, ούτε να
ξανακάνω μνημόσυνα. Σιγά να μην κολάζω εγώ
την ψυχή μου, για χάρη σας. Παπά-Αναστάσης:
Στο καλό να πας. Μωρέ, δεν
έπρεπε να μιλήσω έτσι στον παπά και ούτε να
πω πως δε θα ξαναπάω. Άλλωστε δε μου φταίνε
οι Άγιοι. Γι’ αυτό καλύτερα να πηγαίνω στην
εκκλησία και να κολλάω κεράκια. Μορισώ:
Καλά δεν ντρέπεσαι καθόλου, επίτροπε; Να
κλέβεις λεφτά από την εκκλησία; Επίτροπος:
Τρελάθηκες τελείως, Μορισώ και δεν ξέρεις
τι σου γίνεται. Εγώ να κλέψω λεφτά από την
εκκλησία; Μορισώ:
Εσύ, βέβαια. Και ποιος άλλος; Είσαι ο μόνος
που έρχεται τόσο συχνά στην εκκλησία και
διαχειρίζεσαι τα λεφτά που είναι στο
παγκάρι. Επίτροπος:
Τά’ χασες τελείως Μορισώ. Εγώ δεν έχω
κλέψει ποτέ στη ζωή μου, είμαι τίμιος
άνθρωπος και θα κλέψω την εκκλησία;
Καλύτερα να μου κοβόταν το χέρι. Μορισώ:
Μη φοβάσαι, μα με τόσα ψέμματα που λες θα σου
κοπεί το χέρι σου. Άλλωστε, εγώ σε είδα με τα
ίδια μου τα μάτια να κλέβεις τα χρήματα. Επίτροπος:
Τα δικά σου μάτια θέλουν γυαλιά. Δε φτάνει
που είσαι θεόστραβη, μας βγάζεις και
κλέφτες. Γι’ αυτό φύγε και να αγοράζεις
κεριά από τον μπακάλη. Να μην ξανάρθεις ν’
αγοράσεις από εδώ. Μορισώ:
Αυτό θα κάνω βέβαια. Γιατί δε φτάνει που λέω
την αλήθεια, με βγάζεις και στραβή. Παπά-Νικόλας: Μορισώ! Για έλα εδώ να σου πω. Μορισώ:
Τι θες παπά μου; Τι έκανα πάλι; Παπά-Νικόλας: Τι έκανες; Δε μου λες, γιατί
παίρνεις νοθεμένα κεριά από το μπακάλη και
δεν παίρνεις από το παγκάρι που είναι αγνά! Μορισώ:
Μα παπά μου, ο επίτροπος μου είπε… Παπά-Νικόλας: Δε με νοιάζει τι σου είπε ο
επίτροπος. Θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ. Μορισώ:
Α! Δεν αντέχω άλλο με τις παρατηρήσεις. Έτσι
και εγώ δεν θα ξανακολλήσω κεράκια και ας με
καταδικάσουν οι Άγιοι Πάντες. Και θα
σταματήσω να πατώ στην εκκλησία γιατί δεν
μπορώ να βλέπω τα παράξενα. Παπά-Νικόλας: Τι είναι αυτά που λες τέκνον
μου; Μορισώ:
Γιατί δεν κάνετε και καμιά παρατήρηση
στις αμαρτωλές που να κλεφτρίνες και
παστρικές και έρχονται και κάνουν μακριούς
σταυρούς και στρωτές μετάνοιες, δήθεν για
να συγχωρεθούν. Δεν μπορώ να τα βλέπω αυτά
και να σκανδαλίζομαι. Γι’ αυτό και εγώ δεν
ξαναπατώ στην εκκλησία. Αφού απέμεινα
μόνη η κακότυχη, έτσι για να’ χω και εγώ η
κακομοίρα μια παρηγοριά στη μονοτονία της
ζωής μου, ας πάρω να αναθρέψω ένα ψυχοπαίδι
από μακρινή γενιά μου. Ορφανό:
Θεία Μορισίνα, φέρε κανένα χαρτζιλίκι,
γιατί δε μου έμεινε τίποτα. Μορισώ:
Πάλι λεφτά θέλεις, θεληματάρικο; Χτες δε σου
έδωσα; Ορφανό:
Ναι μου έδωσες, αλλά δεν μου φτάσανε και τα
ξόδεψα όλα. Γι’ αυτό δώσε μου. Μορισώ:
Όχι, βρε δε σου δίνω και να πας να δουλέψεις.
Ορίστε μας. Σε περιμαζέψαμε, σε μεγαλώσαμε
και εσύ μόνο να ζητάς ξέρεις. Ορφανό:
Θεία Μορισώ, φέρε μου γιατί θα σ’ αφήσω και
θα μπαρκάρω, να είσαι κλεισμένη μόνη σου
στους τέσσερις τοίχους. Μορισώ:
Να πας όπου θες, αλλά να ξέρεις δε θα γίνει
το δικό σου. Εγώ λέω είμαι πολύ αψίθυμη. Ορφανό:
Καλά. Και εγώ τότε θα πάρω των οματιών μου
και θα πάω να μπαρκαρήσω. Μορισώ:
Ξανά έμεινα μόνη η κακομοίρα. Το ψυχοπαίδι
μου επνίγηκε σ’ ένα καΐκι. Τι θα γίνω στα
γεράματα; Γειτόνισσα:
Πάρε ένα άλλο ψυχοπαίδι. Βρες αυτή τη φορά
ένα κοριτσόπουλο. Μορισώ:
Που να το βρω; Γειτόνισσα:
Πάρε ένα κορίτσι φτωχό και έρμο από την
αντικρινή στεριά για να μη λάβει θάρρος
μαζί σου. Κορίτσι:
Ψυχομάνα, εγώ θα φύγω. Αγάπησα ένα νέο και
θέλω να τον παντρευτώ. Μορισώ:
Τι, τι είπες; Θα φύγεις; Και εμένα θα με
αφήσεις μόνη μου; Κορίτσι:
Ε. Αφού σου λέω θα παντρευτώ. Άλλωστε του το
ξέκοψα από την αρχή του γαμπρού. Ή θα με
πάρει ή θα χαθώ. Μορισώ:
_ Μορισώ:
Έξω από δω παλιοκόριτσο, να μη σε βλέπω και
να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ. Κορίτσι:
Δεν το κουνώ από δω. Οι δικολάβοι με
συμβούλεψαν να μη κουνηθώ από το σπίτι. Μορισώ:
Θα σε πετάξω όξω, αφού σε γδύσω και σ’ αφήσω
με το πουκάμισο. Θα πάω στον ξάδελφό μου να μ’
ορμηνέψει πώς θα σε πετάξω. Μορισώ:
Εσύ ξάδερφε, που’ σαι μεγάλος και τρανός,
υπάλληλος του Κουβέρνου πες μου πώς θα
διώξω την ψυχοθυγατέρα. Ξάδερφος:
Άκου Μορισίνα, βάλε μαστόρους να
ξεσκεπάσουν το σπίτι για να πεθάνει από το
κρύο και κάμε μου το σπίτι απάνω μου
οικονομικό. Μορισώ:
Εντάξει, ξάδελφε. Όχι, δεν έπρεπε
να πετάξω έξω τη ψυχοθυγατέρα μου. Το
μετάνιωσα. Να βρω τον ξάδερφο να με
συμβουλέψει τι θα κάμω. Μορισώ:
Ξάδερφε, το μετάνιωσα κι ήρθα να μου
χαλάσεις το έγγραφο το οικονομικό. Ξάδερφος:
Δε γίνονται αυτά τα πράγματα Μορισώ. Το
έγγραφο φτιάχτηκε και δεν μπορεί να
χαλαστεί. Μορισώ:
Μα ξάδερφε, σε παρακαλώ κάμε αυτό που σου
λέω. Ξάδερφος:
Όχι, όχι σου λέω. Άλλωστε τώρα μου ανήκει και
το σπίτι. Μόνο φύγε γρήγορα γιατί έχω
δουλειά. Μορισώ:
Καλά σκληρόκαρδε άνθρωπε, φεύγω και άμα σου
ξαναμιλήσω να μη με λένε Μορισώ. Μορισώ:
Έτσι και εγώ αφού είδα κι απόειδα ότι καμιά
δουλειά, κανένα έργο δε μου βγήκε σε καλό
τέλος, βάλθηκα και γω για να περνώ την ώρα
μου, να αποσώνω τις κουβέντες, τα μαντάτα
και τις δουλειές των αλλωνών… Μόνο άντε
φύγετε τώρα γιατί έχουμε να βγάλωμε πολλά
παραγκώματα για πολλούς. Άσε σήμερα που
είναι Κυριακή θα δω και πολύ κόσμο και θα
περάσει η ώρα μου με τις γειτόνισσες. Δύο
Περαστικοί: Καλά, καλά φεύγουμε και
εμείς. Άντε γεια σου θεία Μορισώ. Μορισώ: Γεια
σας. Γειτόνισσες:
Έλα Μορισώ πες μας
κανένα μαντάτο. Μορισώ:
Τι να σας πω. Άλλωστε τα πράγματα φαίνονται
από μόνα τους. Κοιτάξτε κείνο το μαραγκό του
ταρσανά με τη γυαλιστερή φούντα-Κόρδα και
φούντα και τα’ άσπρα πούντα. Κοιτάξτε το
κορμί κείνης της νιόνυφης με τα ολόχρυσα
κεντήματα. Μορισώ: Δες κείνη την κοντή
και χωρίς μέση. Μορισώ:
Νύχτωσε και δεν πρόφτασε να χτίσει άλλο
μισό. Χρειάζεται σκαλωσιά ο Αριφός. Μορισώ:
Τι ταιριασμένο αντρόγυνο, να σ’ πω! Γειτόνισσες:
Σε τι δεν είναι ταιριασμένο, θεία Μορισώ; Μορισώ:
Να, πλια π…...ς γιος, και π…… θυγατέρα. Γειτόνισσες:
Ναι, ναι χα, χα, χα. Γειτόνισσα:
Μορισώ, τα μαθες; Ο καινούργιος δήμαρχος
ξόδεψε λίγες χιλιάδες του δήμου μας του
φτωχού για να κάμει λέει «αρτεσιανά φρέατα». Μορισώ:
Καλά που το’ πες. Θα πάω να γεμίσω τώρα το
κανατάκι μου.
Εικόνα
40η Μα…Μα…τι
είναι αυτό που μου συμβαίνει; Η καρδιά μου
πονά. Ο κόσμος μου χάνεται…α…δε βλέπω
τίποτα…αντίο παλιόκοσμε. |
Οι ιστοσελίδες αυτές δημιουργήθηκαν από
το
Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων. 2002-2003 Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων
|