ΑΙΣΧΥΛΟΥ Πέρσαι

Στίχοι 370-430
( Περιγραφή ναυμαχίας από Πέρση αγγελιαφόρο)

 ……………………..Κι όταν το φέγγος
του ήλιου εχάθη κι έπεφτεν η νύχτα,
πήγαινε στο καράβι του καθένας
πολεμιστής και κάθε λαμνοκόπος·
κι η μια γραμμή των πλοίων την άλλη
παρακινώντας, άρχισαν να πλέουν
με τη σειρά που’ χε καθένας πάρει.
Ολονυχτίς στη θάλασσα αρμενίζαν
οι κυβερνήτες ξάγρυπνους κρατώντας
τους ναύτες. Μα η νύχτα προχωρεί
και πουθενά ο ελληνικός στόλος ν’ ανοίξει
δρόμο κρυφό δε δοκιμάζει. Κι όταν
φωτολουσμένη σκέπασεν η μέρα
με τα λευκά της άτια όλο τον κόσμο,
τότες από το μέρος των Ελλήνων
πρώτα σαν τραγουδιού βοή ένας ήχος
χαρούμενος ακούστηκε να βγαίνει,
που βουερά τριγύρω αντιλαλούσαν
τα βράχια του νησιού και τους βαρβάρους
φόβος τους έπιασ’ όλους, όταν είδαν
πως γελαστήκαν· τι δεν ήταν για φευγάλα
που τραγουδούσαν οι Έλληνες παιάνα
σεμνό, παρά γιατί στη μάχη ορμούσαν
μ’ αντρειωμένη την καρδιά και τη γραμμή τους
της σάλπιγγας ο αχός φλόγιζε ολούθε.
Κι αμέσως τα κουπιά στο πρόσταγμά τους
μ’ ένα ρυθμό παφλάζοντας χτυπάνε
το βαθύ κύμα κι όλοι αντικρινά μας
γοργά προβάλλουν. Πρώτο ερχόταν
σε καλοσύνταχτη σειρά το δεξί κέρας,
ξοπίσω ακολουθούσε ο άλλος στόλος
και μια κραυγή μυριόστομη αντηχούσε:
«Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, λευτερώστε
πατρίδα, τέκνα και γυναίκες, των θεών
τα ιερά, τους τάφους των προγόνων, τώρα
θα πολεμήσετε για όλα». Κι από μας όμως
στη γλώσσα των Πέρσών αποκρινόταν
αντίλαλη βοή και πια καθόλου
δε χάνουμε καιρό. Χτυπούν αμέσως
τις χάλκινες αρματωσιές τους το’ να
στ’ άλλο σκαρί, ένα των Ελλήνων
καράβι άρχισε πρώτο και την πρύμνα,
πλευρά και κουπαστές, σύντριψε ακέρια
κάποιου φοινικικού· τότε τις πλώρες
ενάντια στρέφουν όλοι. Στην αρχή,
του περσικού στόλου η γραμμή κρατούσε
γερά· μα όταν μαζεύτηκε το πλήθος
των καραβιών στο στενό μέσα, τρόπος
δεν ήταν να συντρέξει το’ να τ’ άλλο,
κι χάλκινες συγκρούονται πλώρες,
σπάζανε τα κουπιά τους, ενώ γύρω
τα πλοία των Ελλήνων με πολλή τέχνη
και γρηγοράδα από παντού χτυπούσαν
κι ανάστροφα γυρνάγαν τα σκαριά μας,
ώσπου σε λίγο δε μπορούσες πια να βλέπεις
τη θάλασσα γεμάτη απ’ τα ναυάγια
και τα κορμιά των σκοτωμένων, και τριγύρα
οι ακρογιαλιές μυρμήγκιαζαν κι οι ξέρες
από κουφάρια. Τότε όσα ακόμη
καράβια είχανε μείνει δίχως τάξη
ρίχνονταν στο φευγιό λαμνοκοπώντας
γοργά. Κι αυτοί σα να’ τανε για τόννους
ή ψάρια μες το δίχτυ, με κομμάτια
κουπιών ή ναυαγίων συντρίμμια
βαρούν, τσακίζουν ράχες κι ένας βόγγος
εσκέπαζε και θρήνος του πελάγου
την άπλα ολούθε, ώσπου της μαύρης νύχτας
έπεσ’ η σκοτεινιά κι όλα τελειώσαν.
Της συμφοράς το πλήθος μήτε δέκα μέρες
κι αν είχα στη σειρά, δε θα μπορούσα
να εξιστορήσω ολάκερο γιατί να ξέρεις,
ποτέ σε μια μονάχα μέρα τόσοι
πολλοί δεν αφανίστηκαν ως τώρα.

 

Στίχοι 976-998
( Ο Ξέρξης θρηνεί)

 ΞΕ Παν του στρατού μας οι αρχηγοί, χαθήκαν.
ΧΟ
Πάνε μ’ αδόξαστο χαμό.
ΞΕ
Ώο, έε, ίι.
ΧΟ
Ώωχ, ωχ, θεοί, αναπάντεχο μας φέρατε τρανό κακό,
ξέχωρο φανερό, το δειχν’ η Άτη.

ΞΕ
Η συμφορά σκληρή μας χτύπησε για πάντα.
ΧΟ
Μας χτύπησε, ξεκάθαρο είναι.
ΞΕ
Μ’ ανάκουστο, πρωτόφαντο χαμό.
ΧΟ
Ήταν κακοτυχιά μας, να βρεθούμε μπρος στα καράβια των Ιώνων.
Το γένος των Περσών δεν είχε στον πόλεμο τύχη καλή.
ΞΕ
Ναι, δέρνομαι ο δύστυχος, που τόσος χάθηκε στρατός.
ΧΟ
Τι απόμεινε απ’ τους Πέρσες, Βασιλιά;
ΞΕ
Βλέπεις αυτό τα’ απομεινάρι της στολής μου;
ΧΟ
Ναι, το θωρώ
ΞΕ
Και τη σαϊτοθήκη αυτή;

ΧΟ
Και τούτη λες μονάχα εσώθη;
ΞΕ
Να, μια φερέτρα για τα βέλη.
ΧΟ
Τι λίγα μες απ’ τα πολλά.
ΞΕ
Μείναμε πια χωρίς βοηθούς.
ΧΟ
Άφοβοι στέκουν οι Έλληνες στη μάχη.

Προηγούμενο κείμενο Εκτύπωση κειμένου Επόμενο κείμενο