ΧΑΡΟΥΠΙΑ
Η χαρουπιά είναι δέντρο αειθαλές, μακρόβιο, πολύγαμο, μονόικο ή δίοικο, ιθαγενές των Αράκτων της Μεσογείου (κυρίως της Συρίας).
Εχει φλοιό καστανόφαιο, λεπτό, κόμη πυκνή συνήθως σφαιρική, φύλλα πτερωτά με 4 – 10 φυλλάρια ακέραια, δερματώδη βαθυπράσινα και γυαλιστερά από πάνω, ωχροπράσινο από κάτω, άνθη με βαριά οσμή, χωρίς πέταλα, μικρά, πολλά σε μασχαλιαίους ή πλευρικούς κοκκινωπούς βότρυς δίκλινα συνήθως, με κάλυκα μικρό πρασινωπό πεντάλοβο, εύπτωτο, πέντε στήμονες, μακριούς στα αρσενικά άνθη, κοντούς και κατά κανόνας άγονους στα θηλυκά ή ερμαφρόδιτα, ωοθήκη μικρή στα αρσενικά και μεγάλη με στίγμα δίλοβο στα θηλυκά. |
Ο καρπός της το γνωστό μας χαρούπι, ξυλοκέρατο ή κούτσουπο, είναι χέδρωπας μήκους 10 – 30 εκ. και πλάτους 2 – 3 εκ. με εξωκάρπιο καστανόχρωμο, δερματώδες, μεσοκάρπιο σαρκώδες, χυμώδες και σπέρματα 10 – 16 αυτοωειδή, πεπλατυσμένα, κεραμόχρωμα, σκληρά, γυαλιστερά, το καθ’ ένα μέσα σε εγκάρσια κοιλότητα. |
Η χαρουπιά είναι είδος δασικό, γεωργικό, βιομηχανικό και κλωπιστικό. Το ξύλο της δίνει ξυλάνθρακες αρίστης ποιότητας, το καρδιόξυλό της χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, την ξυλογλυπτική, την τορνευτική και την βαρελοποιία ενώ ο φλοιός και τα φύλλα της στη βρυσοδεψία και την βαφική. Οι πλούσιοι σε σάκχαρα καρποί της αποτελούν θρεπτική κτηνοτροφή, αλλά αποβαίνουν πολύτιμοι και για την διατροφή των ανθρώπων σε δύσκολες περιόδους.
Ακόμη χρησιμοποιούνται για την Παρασκευή ηδύποτων και φαρμάκων κατά του βήχα και της χρόνιας βροχιτιδας. Οι σπόροι των χαρουπιών αποτελούν πολύτιμο βιομηχανικό υλικό. Από αυτούς παρασκευάζεται κυτταρίνη που χρησιμοποιείτε για την κατασκευή φωτογραφικών πλακών και άλλων αντικειμένων. Επίσης παρασκευάζονται βαφικές και κολλητικές ουσίες κατάλληλες για την βρυσοδεψία τη βαφική και τη στίλβωση διαφόρων φυτικών ουσιών. Ακόμα λαμβάνεται με έκθλιψη έλαιο που χρησιμοποιείτε στη σαπωνοποιία. Η χαρουπιά αν και δεν είναι φυτό θερμόβιο μπορεί να αντέξει σε έκτακτες χαμηλές θερμοκρασίες 2-3ο C κάτω από το μηδέν. Καλλιεργείτε εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη εκτός από τα υγρά και τα άπορα. Στην Ελλάδα καλλιεργείτε κατά κανόνα σποραδικά και σπάνια σε συστηματικές φυτείες, κυρίως στην Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου και την Πελοπόννησο. Η καρποφορία της αρχίζει συνήθως το 6-7 έτος και συνεχίζεται για πολλά χρόνια. Η ωρίμανση του καρπού διαρκεί σχεδόν ένα χρόνο από το Φθινόπωρο που γίνεται η ανθοφορία μέχρι τα τέλη Αυγούστου του επόμενου έτους που αρχίζουν να πέφτουν οι ώριμοι πια καρποί. Τα χαρούπια που αποσπώνται μόνα τους ή με ραβδισμό από τα δέντρα συγκεντρώνονται και αφού ξεραθούν σε υπόστεγα ή σε ειδικούς κλίβανους αποθηκεύονται σε χώρους που έχουν απολυμανθεί με εντομοκτόνα, κατάλληλα για την εξόντωση των βλαβερών εντόμων. Η χαρουπιά προσβάλλεται από πολλά φυτικά παράσιτα και έντομα που η καταπολέμησή τους είναι αρκετά δύσκολη. Πάντως ενδείκνυται ανάλογα με την ασθένεια, τακτικός καθαρισμός των δένδρων, επάλειψη των διαφόρων κακώσεων με αντικρυπτογαμικά φάρμακα (γαλαζόπετρα, πράσινη πέτρα) ή με εντομοκτόνα, ή με μαστίχη εμβολίων, καύση των ασθενών μορίων καθώς και εφαρμογή διαφόρων εντομοκτόνων στο έδαφος, για την καταστροφή των προνυμφών.