Πουρνάρι
Από τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο διαδομένα φυτά της Ελλάδας ο πρίνος, είναι ένα είδος της δρυάς (“δρυς η κοκκοφόρος” και “δρυς η πρίνος”), που φυτρώνει συνήθως με θαμνώδη μορφή, σχηματίζοντας εκτεταμένα δάση, είτε μόνο από πουρνάρι, είτε με άλλα δένδρα και θάμνους. Άλλοτε ορθώνεται ασκητικό, παίρνοντας τη μορφή και τις διαστάσεις δένδρου. Είναι το πασίγνωστο πουρνάρι, ονομάζεται όμως από το λαό και πιρνάρι, λινόπρινο, απρινιά, κατσόπρινος, κατσιπρίνος, κατσιπρινίδα, κατσιδοπούρναρο. Είναι το αφθονότερο είδος των αειθαλών φυτών σ’ όλη την Ελλάδα και φυτρώνει παντού, από τις ακτές μέχρι την ζώνη του ελατιού, σε υψόμετρο χιλίων και παραπάνω μέτρων. Σκεπάζει τις βουνοπλαγιές, “διαστίζει” τους γυμνούς κάμπους, στολίζει σταυροδρόμια και κυρίως τα γραφικά ξωκλήσια, και είναι κατ΄ εξοχή δένδρο της στάνης.
Τα σαρκώδη φύλλα του, που διατηρούνται στη ζωή για 2-3 χρόνια, είναι πλούσια σε θρεπτικές ουσίες, γι αυτό και το πυκνό, σταθερό και διαρκές φύλλωμα του αποτελεί πολύτιμη τροφή των γιδιών. Αντιπροσωπεύει μία από τις καλύτερες γιδοβοσκές. Αλλά και οι καρποί του πουρναριού, τα μικρά και θρεπτικότατα βαλανίδια, είναι εξαίρετη τροφή των χοίρων. Είναι όμως τα “πουρναροτόπια” άριστες βοσκές και των αγριόχοιρων, εκεί δε οι κυνηγοί συνηθίζουν να στήνουν το καρτέρι τους. |
Είναι φυτό ασκητικό και ολιγαρκέστατο, ανθεκτικότατο στην ξηρασία, στη μεγάλη θερμοκρασία, στους ισχυρούς ξηρούς και διαρκείς ανέμους, στις επιθέσεις των εντόμων και στις επιδρομές των μυκήτων. Το ξύλο του είναι πολύ βαρύ και σκληρό. Αυτό είναι το περίφημο “σιδερόξυλο”, πολύτιμο για πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου απαιτείται δυνατή ξυλεία (αμαξοποιία, ναυπηγική, γεωργικά εργαλεία, κ.λ.π.). Παράγει έντονη, διαρκή και σταθερή θερμοκρασία και γι αυτό είναι το κατ’ εξοχή “καυσόξυλο”.
Τα φύλλα του και οι νεότεροι βλαστοί του έχουν συνήθως κόκκους (εξογκώσεις), που είναι κόκκινοι και που γυαλίζουν. Τούτο το φαινόμενο προκαλείται από υμενόπτερα έντομα. Είναι τόσο χαρακτηριστικοί και ζωηροί σε χρωματισμούς οι κόκκοι, ώστε από αυτούς το ερυθρό χρώμα ονομάστηκε “κόκκινον” και ο πρίνος πήρε το όνομα “δρυς ο κοκκοφόρος”. |
Ο λαός τους ονομάζει “πρινοκόκκι”
ή “κρεμεζί” και χρησιμοποιούνται ως χρωστική
ύλη. Αυτής της ύλης άλλοτε γινόταν μεγάλη εξαγωγή
στην Τύνιδα, για τα κόκκινα φέσια των Μωαμεθανών.
Μια παροιμία έχει απομείνει στην Αρκαδία:
“Δεν τον νοιάζει πόσο πάει το πρινικόκκι” και
λέγεται για άνθρωπο που έχει εξασφαλίσει τα
“προς το ζην” και αδιαφορεί για την αβεβαιότητα
του εμπορίου. Ο συλλέκτης και ο έμπορος του
είδους αυτού λεγόταν πρινοκόκκος και τούτο ήταν
το επώνυμο του τελευταίου υπερασπιστή του
Καστριζίου, μικρού κάστρου βόρεια του Μυστρά. Ο
Πρινοκοκκάς για την γενναία του άμυνα πιάστηκε
από το Μωάμεθ, τον Ιούνιο του 1460 και κατά διαταγή
του γδάρθηκε ζωντανός.